Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

Αθήνα εν έτει 2012...

Σήμερα περπάτησα καμιά ώρα στο κέντρο… Εξάρχεια,Πανεπιστημίου,Ομόνοια…το λατρεύω το κέντρο σε αντίθεση με τα προάστια..έχει περισσότερη ασχήμια αλλά κουβαλάει ενέργεια και αλήθεια πολλών πολλών χρόνων..τα προάστια φυτεύτηκαν, το κέντρο φύτρωσε…είχα καιρό να μας παρατηρήσω…η ζωή συνεχίζεται και πως αλλιώς να γίνει άλλωστε…τα μαγαζιά αργόσχολα στέκονται εκεί στη δίνη της ραστώνης της κρίσης με τους μαγαζάτορες παραιτημένους πια και χωρίς ελπίδα(το βλέπεις στον τρόπο που σκουπίζουν το πεζοδρόμιο έξω από το μαγαζί τους), τους περαστικούς  με κινήσεις αυτόματες να διασχίζουν διαβάσεις, να περιφρονούν φανάρια ,χαμένοι μέσα στο άμεσο τώρα,χωρίς να κοιτάνε παρά μόνο το επόμενο βήμα τους,φοιτητές με τη ψευδαίσθηση που κουβαλάει η νιότη πως όλα θα πάνε καλά,απολαμβάνοντας ένα τσιγάρο και ένα φτηνό καφέ,ειδικά αυτές τις μέρες με τις εγγραφές πρωτοετών το κυνήγι των κομματικών νεολαίων έχει μετεξελιχθεί σε σαφάρι(πόσο μάταιο ),οι ερωτευμένοι που πάντα θα ομορφαίνουν αυτήν την πόλη αμέριμνα,άναρχα και άχρονα κολλημένοι στο “εμείς” τους χαράσσουν διαδρομές χωρίς προορισμό… μια πόλη  από τη μια πληγωμένη από τη βία μουσουλμάνων διαδηλωτών και από την άλλη τη σύλληψη ενός Έλληνα που μέσα από τη σελίδα του παρωδούσε κάποιον “άγιο” γέροντα…από του οποίου το όνομα και τα βιβλία πολλοί λιακόπουλοι και εφημερίδες πλούτισαν…αλλά έτσι είμαστε…τα σκατά των άλλων μας βρωμάνε ενώ τα δικά μας ροδόνερο…
το Σύνταγμα τόσο παράξενα και ανεξήγητα ήρεμο, με τη Βουλή να υφαίνει τον ιστό που θα μας κουκουλώσει και θα μας πνίξει για πολλά πολλά χρόνια..το μνημείο του άγνωστου στρατιώτη χαίρεται την ανωνυμία του έχοντας γλυτώσει από το καπέλωμα κάποιου ήρωα…
αράζω για καφέ…κάπου τρυπώνει φως ,αυτό το μοναδικό αττικό φως που σου θυμίζει πως ο χρόνος είναι ένα παιχνίδι που δεν παίζεται με τους όρους σου…αυτό ήταν και θα είναι εκεί πολύ πριν και πολύ μετά από τη δική σου ματαιότητα…από την άλλη αυτή είναι και σένα η σκηνή σου, τώρα είναι η στιγμή σου, μάταια μεν αλλά υπαρκτή..
αγαπάω αυτήν την πόλη από παιδί, από εκείνη τη βόλτα με το χέρι της μάνας  να με οδηγεί στους πρώτους λουκουμάδες της ζωής μου στην Αιόλου…αγαπάω αυτήν την πόλη και γι αυτό θέλω να την αφήσω γιατί δε με χωράει πια..με στενεύουν οι φόβοι και οι μάσκες της..ας είναι μια στο τόσο…σαν κάτι έρωτες που το μεγαλείο τους κρατά μόνο για στιγμές γιατί μετά από λίγο μεταμορφώνονται σε κόλαση…ας έρχομαι μια στο τόσο όσο κρατάει μια βόλτα για λουκουμάδες…